Ὠλενίου

Ὠλενίου
Ὠλένιος
Olenos
masc/neut gen sg
Ὠλένιος
Olenos
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὠλενίου — ὠλένιος in the elbow masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονονευρίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή μεμονωμένου περιφερειακού νεύρου, συνήθως τού περονιαίου, τού κερκιδικού και τού ωλένιου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mononeuritis (< μον(ο) * + νευρῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • ταράξιππος — Μυθολογικό δαιμόνιο της Ολυμπίας, που όπως πιστευόταν κατοικούσε σε χωμάτινο βωμό προς την έξοδο του ιπποδρόμου. Για να τον εξευμενίσουν οι ηνίοχοι του προσέφεραν θυσίες. Πολλοί υποστήριζαν ότι ο Τ. ήταν το πνεύμα του Ωλένιου ή του Δαμέωνα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”